Πειραιάς, Κυριακή 12 Φεβρουαρίου 1906. 
Στις 8.00 π.μ. καταπλέει στον Πειραιά ατμόπλοιο προερχόμενο από την Κρήτη το οποίο επιβιβάζει 15 Κρήτες, δυο εκ των οποίων ενεπλάκησαν - αρχικά - σε λογομαχίες με έναν αχθοφόρο του λιμανιού εκ Λακωνίας, ο οποίος φέρεται να τους ζήτησε να κουβαλήσει τις αποσκευές τους επί πληρωμή. Την αρχική λογομαχία ακολούθησε μια συμπλοκή που έλαβε χώρα μπροστά στο Τελωνείο, συμπλοκή στην οποία έλαβαν μέρος οι αποβιβασθέντες Κρήτες και οι Λάκωνες αχθοφόροι του λιμανιού και η οποία έμελλε να λάβει απρόβλεπτες και ανεξέλεγκτες διαστάσεις για ολόκληρη την πόλη του Πειραιά.


Ο αχθοφόρος Σαραντέας λοιπόν, αφού τραυμάτισε πισώπλατα με μαχαίρι θανάσιμα τον εξ Κρήτης Ιωάννη Πολυμενάκη - ο οποίος σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες δεν εμπλεκόταν στη συμπλοκή - και ελαφρότερα στο μάτι τον Ι. Λαριτζάκη, τράπηκε σε φυγή χρησιμοποιώντας μια βάρκα. 

Η είδηση της δολοφονίας Πολυμενάκη και της συμπλοκής "κυκλοφόρησε" γρήγορα με αποτέλεσμα πολλές ομάδες Κρητών, ξεκινώντας από τη συνοικία των "Κρητικών" στο λόφο της Καστέλλας αλλά και άλλες περιοχές, οπλισμένοι με όπλα, περίστροφα και καραμπίνες, μαχαίρια και ρόπαλα, να κινήσουν προς το λιμάνι του Πειραιά προς αναζήτηση εκδίκησης και αντιποίνων. Οι πρώτες αψιμαχίες έλαβαν χώρα στο "γιαχνί σοκάκι", πίσω από τον Άγιο Σπυρίδωνα και στα στενά της Τρούμπας όπου αναφέρθηκε ο ελαφρός τραυματισμός του καπνοπώλη Γκιόρα από χτυπήματα ροπάλων.

Οι περισσότεροι κάτοικοι των γύρω στενών έσπευσαν να κλειδαμπαρωθούν στις οικίες τους υπό τους ήχους των συνεχών πυροβολισμών ενώ οι θαμώνες των γεμάτων καφενείων της παραλιακής λεωφόρου του λιμανιού αναζητούσαν καταφύγιο εντός των καταστημάτων προς αποφυγήν των χειρότερων.


Ένας μεγάλος αριθμός οπλισμένων Κρητών συγκεντρώθηκε έξω από το κτίριο του Τελωνείου πιστεύοντας ότι εκεί υπήρχαν Λάκωνες αχθοφόροι. Ο αστυνόμος Πειραιά κ. Παλαμαράς, οι ανθυπολοχαγοί Χαραλάμπης και Χαδιαράκος και ένας αριθμός αστυφυλάκων βρίσκονταν στο σημείο αφού προηγουμένως είχαν μεταπείσει πολλούς Λάκωνες να αποχωρήσουν και να καταφύγουν στις οικίες τους προσπαθώντας να ομαλοποιήσουν την κατάσταση. Δυστυχώς όμως, στο παραπλήσιο καφενείο του Κασσίμη, υφίσταντο Λάκωνες οι οποίοι έγιναν αντιληπτοί και δέχτηκαν την επίθεση των Κρητών. Το καφενείο και όλος ο χώρος (πλατεία) μπροστά από το Τελωνείο και την εκκλησία του Αγίου Νικολάου μετατράπηκαν σε πεδίο μάχης, αρχικά με καρέκλες, μετά με ξίφη και μαχαίρια και τέλος με πυροβολισμούς. Το αποτέλεσμα αυτής της άγριας συμπλοκής υπήρξε ο θάνατος από σφαίρα του εκ Κρήτης Μανωλακάκη και ο τραυματισμός πολλών Μανιατών, Κρητών, αστυφυλάκων αλλά και αθώων μη εμπλεκομένων υπαλλήλων καταστημάτων της περιοχής.


Μετά την φυγή των Λακώνων από το καφενείο του Κασσίμη, η ομάδα των Κρητών το κατέστρεψε ολοσχερώς ενώ αποπειράθηκε να πυρπολήσει και το Τελώνειο, πράγμα το οποίο αποφεύχθηκε χάρις στις προσπάθειες των αστυνομικών δυνάμεων. Οι Κρήτες "ανέβηκαν" τότε τη λεωφόρο Σαχτούρη και κινήθηκαν απειλητικά προς το καφενείο Βρυώνη, στην ομώνυμη συνοικία, το οποίο βανδάλισαν ολοσχερώς όπως και το αντίκρυ καφενείο/παντοπωλείο του Φουντάκου αλλά και το μανιάτικο καφενείο του Γαλάνη. Κατόπιν, οι Κρήτες "κατέβηκαν" εκ νέου στην Ακτή Μιαούλη, πυροβολώντας και αλαλάζοντας ότι ψάχνουν Μανιάτες, καταστρέφοντας τις γυάλινες θύρες των καφενείων Αλεξόπουλου και Μετζελιώτου, ενώ από την μανία τους δεν γλύτωσε ούτε το καφενείο που στεγαζόταν στο ισόγειο τμήμα του Ρολογιού, εντός του οποίου το καπνοπωλείο του Δελαζάνη ήταν μανιάτικο. Όλοι οι ευρισκόμενοι σε αυτό το κεντρικό σημείο της πόλης τράπηκαν σε φυγή, άλλοι προς τον σιδηροδρομικό σταθμό, άλλοι προς την αγορά της πόλης. 


Οι Κρήτες τότε, αφού είχαν "καταλάβει" και το οπλοπωλείο του Αθανασιάδη πλησίον του σιδηροδρομικού σταθμού, πάνοπλοι και πλήρεις πολεμοφοδίων, στράφηκαν προς την συνοικία της Νεαπόλεως (Αγιά Σοφία / Μανιάτικα), όπου υπήρχε συγκεντρωμένος ο μεγαλύτερος αριθμός Λακώνων, οι οποίοι τους ανέμεναν επίσης οπλισμένοι.


Εκτός από τους 4-5 θανάτους των προαναφερομένων συμπλοκών, νεκρός από κρητικό μαχαίρι έπεσε και ο Δημήτριος Τζιλιανός, λεμβούχος, ο οποίος εκλήφθηκε ως Μανιάτης από τους διαδηλωτές ενώ αναφέρθηκαν πλήθος τραυματισμών από μαχαίρια, ρόπαλα αλλά και σφαίρες. 

Βεβαίως, ενώ οι συμπλοκές πλήθαιναν και τα γεγονότα "έτρεχαν", η Πολιτεία ήταν απούσα. Στην ήδη ανεπαρκή αστυνομική δύναμη της πόλης υπό τον αστυνόμο κ. Παλαμάρα, πρέπει να συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι αρκετοί αστυφύλακες ήταν Λάκωνες και Μανιάτες, οπότε η εμπλοκή τους στο θέμα ήταν εξ'αρχής προβληματική. Το δε Φρουραρχείο του Πειραιά, το οποίο διέθετε ένα τάγμα ευζώνων, αρνήθηκε να συνδράμει αφού δεν είχε σχετική εντολή. Όταν πια κατά τις βραδυνές ώρες το φρουραρχείο Πειραιά έλαβε τη σχετική εντολή, παρουσιάστηκε το παρακάτω φαινόμενο, το οποίο περιγράφεται εύγλωττα παρακάτω και δεν μας ξενίζει βεβαίως καθόλου:


Εν τέλει και μετά από αρκετές προσπάθειες, μετά τα μεσάνυχτα, συγκεντρώθηκαν 25 εύζωνες προερχόμενοι από το Φρουραρχείο Πειραιά, 30 ναύτες από το Λιμεναρχείο και 15 έφιπποι που εστάλησαν από την Αθήνα. 
  • Πειραιάς, (Καθαρά) Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 1906
Και ξημέρωσε η μέρα των Κούλουμων στον Πειραιά, μια μέρα που δεν θα ήταν τόσο εορταστική για τους κατοίκους όσο άλλων χρονιών, καθώς γρήγορα κυκλοφόρησε η φήμη ότι περί τους 900-1000 Κρήτες, βρίσκονταν πάνοπλοι και συγκεντρωμένοι στην Καστέλλα, έτοιμοι να κινηθούν προς τα Υδραίικα και την Νεάπολη όπου διέμεναν Λάκωνες και Μανιάτες, με αποτέλεσμα οι περισσότεροι Πειραιώτες να μείνουν στα σπίτια τους. Από την άλλη πλευρά, κατά τις πρωινές ώρες, κατέφθασαν από την Αθήνα 150 πεζοί χωροφύλακες και δυο ιλές έφιππων ενώ στο αστυνομικό κατάστημα Πειραιώς, παρουσία του εισαγγελέα κ. Λυκουρέζου, διενεργούνταν συνεχείς συσκέψεις των πολιτικών και αστυνομικών αρχών του τόπου. 

Το πρωινό της 13ης Φεβρουαρίου κύλησε σχετικά ήρεμα μεταξύ των δυο αντιμαχομένων πλευρών, κατόπιν και των προσπαθειών ειρήνευσης και κατευνασμού των πνευμάτων από πλευράς των επιφανών προσωπικοτήτων της μανιάτικης αλλά και της κρητικής παροικίας:


Στις 14.00, οι καμπάνες της μητρόπολης της Αγίας Τριάδος ήχησαν πένθιμα αφού έλαβε χώρα η κηδεία του δολοφονημένου Μανωλακάκη, παρουσία Κρητών αλλά και όλων των διαθέσιμων αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων που είχαν συγκεντρωθεί στην πόλη του Πειραιά ώστε να αποφευχθούν τυχόν παρατράγουδα.


Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως οι όροι που είχαν θέσει οι Κρητικοί για να παραδώσουν τα όπλα ήταν οι εξής: α. Η παράδοση του δολοφόνου, β. Η αποχώρηση των Μανιατών από το Τελωνείο και γ. Γενική Άρσις των Διαπραχθέντων. Ενεργό ρόλο στις διαπραγματεύσεις είχε αναλάβει ο πρόεδρος του εν Πειραιεί Συνδέσμου Κρητικών "Η Ομόνοια", κ. Λουκάκης.  Παρόλο που οι φήμες έλεγαν ότι μετά την κηδεία οι Κρήτες θα αναχωρούσαν προς την Νεάπολη, τίποτε τέτοιο δε συνέβη. Η κηδεία διεξήχθη κανονικά, μέσα σε κλίμα έντονης φόρτισης αλλά το πλήθος διαλύθηκε ειρηνικά δίχως να σημειωθούν έκτροπα ή άλλα παραλειπόμενα. 

Όμως, λίγο αργότερα στο Πασαλιμάνι, συνέβη ένα περιστατικό το οποίο έμελλε να αναζωπυρώσει εκ νέου τα μίση και τα πάθη μεταξύ Λακώνων και Κρητών:


Η νέα αυτή δολοφονία, όπως ήταν φυσικό, αποτέλεσε έναυσμα για έναν νέο κύκλο βιαιοπραγιών και αίματος στον Πειραιά. Μια ομάδα Κρητικών επιτέθηκε στην οικία Μουρκάκου, όπου είχαν καταφύγει αρκετοί Λάκωνες, ενώ άλλη ομάδα Κρητών, κατερχόμενη από τον Προφήτη Ηλία συναντά τον Κωνσταντίνο Φωτεινάκο και έτερο Λάκωνα τους οποίους πυροβολούν κατ'επανάληψη και τραυματίζουν σοβαρά. Οι αλλεπάλληλοι πυροβολισμοί κινητοποίησαν μια ίλη ιππικού η οποία κατάφερε να περιορίσει κάπως τους Κρήτες. Την ίδια στιγμή όμως άλλες ομάδες Κρητών βρίσκονταν σε διάφορες συνοικίες της πόλης, όπως λ.χ. στη Λάκκα του Βάβουλα όπου διέρρηξαν και πυρπόλησαν το παντοπωλείο του Δασκαλέα - ο οποίος ευτυχώς απουσίαζε - ενώ άλλος όμιλος επιτέθηκε κατά της οικίας του τραπεζίτη Μπουλαχάνη, ο οποίος επίσης απουσίαζε στην Αθήνα. Στην Καστέλλα, όπου υπήρξαν πολλές εστίες εχθροπραξιών, τραυματίστηκαν δυο αστυφύλακες στην προσπάθειά τους να κατευνάσουν και να περιορίσουν τις συμπλοκές μεταξύ Μανιατών και Κρητών ενώ επίθεση δέχτηκε και η έπαυλις Μαυρομιχάλη

Υπό τον φόβο μεγαλύτερων και πιο γενικευμένων ταραχών και αφού το θέμα της απόλυτης αναρχίας και βίας στην πόλη του Πειραιά έφθασε να συζητηθεί σε έκτακτο υπουργικό συμβούλιο που συγκάλεσε το απόγευμα της 13ης Φεβρουαρίου 1906 ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Γ. Θεοτόκης, νέες ενισχύσεις στάλθηκαν από την Αθήνα, με σκοπό να αφοπλιστούν οι κάτοικοι και να ομαλοποιηθεί η κατάσταση:

  • Οι επόμενες ημέρες στον Πειραιά
Εν τέλει, στις 14 Φεβρουαρίου 1906, οι ενισχυμένες πλέον στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις, που ανέρχονταν πλέον κοντά στα 800 άτομα, κατόρθωσαν να επιβάλλουν την τάξη. Διαφορετικές φρουρές του στρατού τοποθετήθηκαν στο Τελωνείο, στη συνοικία του Βάβουλα, στο χωριό του Μελετόπουλου, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιώς αλλά και στην Καστέλλα με σκοπό την διαφύλαξη της εννόμου τάξεως.


Στις 15 Φεβρουαρίου του 1906, η επίτευξη της ηρεμίας και η παύση των εχθροπραξιών στον Πειραιά ήταν πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες:


Τα τύπος της εποχής αναπαρήγαγε με γλαφυρά λόγια και με χρήση μαρτυριών αυτόπτων μαρτύρων τα προηγούμενα δραματικά εικοσιτετράωρα βίας και τρόμου:


Παράλληλα, ξεκίνησε η καταγραφή των εκτεταμένων ζημιών στα διάφορα καταστήματα που επλήγησαν από το τριήμερο βίας, δίχως να λείπουν κάποιες μικρές συμπλοκές όπως λ.χ. η επίθεση στο αρτοποιείο Σπυριδάκη στη συνοικία της Ευαγγελιστρίας, οι προσπάθειες αφοπλισμού αμφοτέρων Λακώνων και Κρητών δίχως μεγάλη επιτυχία ενώ οι φρουρές του στρατού συνέχιζαν να παρίστανται σε διάφορα κομβικά σημεία της πόλης όπως τα προαναφερόμενα αλλά και σε καφενεία όπου συναθροίζονταν Μανιάτες λαμβάνοντας προληπτικά μέτρα (λ.χ. κλείσιμο καφενείου Γεωργακαράκου στην ακτή Μιαούλη). Προσπάθειες γίνονταν και για τη σύλληψη του Σαραντέα, αν και σύμφωνα με τις φήμες, ο δράστης είχε καταφύγει σε χώρα του εξωτερικού με ρώσικο ατμόπλοιο. Ταυτόχρονα συνεχίζονταν οι ανακρίσεις στο Αστυνομικό Κατάστημα και το Ζάννειο Νοσοκομείο, η έκδοση ενταλμάτων αλλά και οι κηδείες των θυμάτων, ενώ δεν έλειψε και η διάδοση ότι 100 οπλισμένοι Κρήτες κατέφθασαν με καΐκια από το Λαύριο, φήμη η οποία διαψεύστηκε.

Παρόλο που φαινομενικά η κρίση έμοιαζε να είχε εκτονωθεί, δεν εξέλειπαν οι φήμες για νέες εχθροπραξίες και αντίποινα, όπως λ.χ. στις 15.02.1906 κατά τις βραδυνές ώρες: 

Απόκομμα Τύπου Εποχής - 16.02.1906

Οι επόμενες πάντως ημέρες κύλησαν πιο ομαλά στον Πειραιά που έμοιαζε να βρίσκει εκ νέου τους "κανονικούς" ρυθμούς του:

Απόκομμα Τύπου Εποχής - 17.02.1906

Άλλωστε, σε κεντρικό κυβερνητικό επίπεδο, συζητήθηκε η άμεση διευθέτηση και αλλαγή όσον αφορά το ζήτημα των αχθοφόρων του Τελωνείου Πειραιώς, διότι κατά-πως-φαίνεται, υπήρχαν ήδη αρκετά συσσωρευμένα παράπονα και δυσαρέσκεια σχετικά με τις αυθαιρεσίες των Λακώνων και Μανιατών που είχαν καταλάβει αυτές τις προνομιούχες θέσεις. 


Ο υπουργός των Οικονομικών Σιμόπουλος, συγκάλεσε σύσκεψη παρουσία των Εμπορικών Συλλόγων Πειραιώς και Αθηνών, με σκοπό την εξεύρεση μιας αμοιβαίας αποδεκτής λύσης σχετικά με τα αχθοφορικά του Τελωνείου Πειραιώς, ώστε να αποφεύγονται οι αυθαιρεσίες και τα έκτροπα που οδήγησαν σε δυσάρεστες καταστάσεις όπως ο κύκλος βίας που έλαβε χώρα στον Πειραιά. 


Τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες πάντως, κάθε φορά που κάποιο περιστατικό βίας συνέβαινε στον Πειραιά, οι υποψίες και οι φόβοι όλων περιστρέφονταν γύρω από μια πιθανή αναζωπύρωση της κόντρας μεταξύ Κρητών και Μανιατών.

Απόκομμα Τύπου Εποχής - 20.02.1906

Κείμενο - Πηγές:

Το κείμενο είναι πρωτότυπο, προϊόν προσωπικής έρευνας και προσωπικής εργασίας.
Φωτογραφίες:
  • Οι ιστορικές φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο παρατίθενται για εκπαιδευτικούς σκοπούς - κάθε νόμιμο δικαίωμα ανήκει στους νομίμους κατόχους αυτών.
  • "Τα κτίρια του Πειραιά κατά τον 19ο αιώνα - Δημόσια Κτίρια και Κατοικία", Νικόλας Σ. Ντόριζας, Εταιρία Φίλων του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, 1997
  • Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο - ΕΛΙΑ
  • Απαγορεύεται ρητά η χρήση, προβολή, αντιγραφή ή/και αναδημοσίευση με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο.
  • Όσοι παρανομούν διώκονται σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
8

Προβολή σχολίων

    Φόρτωση